πύρεθρον: Difference between revisions

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=τό bot. [[parietaria]] π., πίπερι κοκκία ... τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος <b class="b3">parietaria, granos de pimienta, tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax</b> SM 96A 66 (fr. lac.)
|esmgtx=τό bot. [[parietaria]] π., πίπερι κοκκία ... τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος <b class="b3">parietaria, granos de pimienta, tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax</b> SM 96A 66 (fr. lac.)
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠ́ρεθρον Medium diacritics: πύρεθρον Low diacritics: πύρεθρον Capitals: ΠΥΡΕΘΡΟΝ
Transliteration A: pýrethron Transliteration B: pyrethron Transliteration C: pyrethron Beta Code: pu/reqron

English (LSJ)

[ῠ], τό, pellitory, Anacyclus pyrethrum, Nic.Th.938, Gal. 12.110, etc.; πύρεθρος (v.l. -ον) Dsc.3.73; cf. πυρῖτις ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 821] τό, eine hitzige, gewürzige Pflanze; Nic. Ther. 938; Diosc.; vielleicht anthemis pyrethrum, Linn.

Greek (Liddell-Scott)

πύρεθρον: τό, πυρῖτις βοτάνη, Νικ. Θηρ. 938, Διοσκ. 3. 86, Γαλην., κλπ.· πρβλ. πυρῖτις ΙΙ.

Spanish

parietaria

Greek Monolingual

το / πύρεθρον, ΝΜΑ
πολυετές ποώδες φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει 40-50 είδη τα οποία είναι ιθαγενή κυρίως της Δυτικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + επίθημα -ε-θρον (βλ. λ. -θρον). Το -ε- του επιθήματος είναι πιθ. αναλογικό προς το επίθημα -εθρον ορισμένων τύπων που προέρχονται από θ. με δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. φαρύγγ-ε-θρον: φάρυγξ). Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τών θερμαντικών του ιδιοτήτων. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. νεολατ. pyrethrum].

Léxico de magia

τό bot. parietaria π., πίπερι κοκκία ... τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος parietaria, granos de pimienta, tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax SM 96A 66 (fr. lac.)