πύραυνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[brasero de carbones]] λαβὲ πύραυνον, βαλοῦ καὶ θὲς ὑπὲρ καπνὸν τὰ περιάμματα <b class="b3">toma un brasero de carbones y echa los amuletos poniéndolos sobre el humo</b> P XXIIa 6  
|esmgtx=ὁ [[brasero de carbones]] λαβὲ πύραυνον, βαλοῦ καὶ θὲς ὑπὲρ καπνὸν τὰ περιάμματα <b class="b3">toma un brasero de carbones y echa los amuletos poniéndolos sobre el humo</b> P XXIIa 6  
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>die [[Kohlenpfanne]]</i>, Poll. 6.89. Cf. [[πύραυνον]].
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύραυνος Medium diacritics: πύραυνος Low diacritics: πύραυνος Capitals: ΠΥΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: pýraunos Transliteration B: pyraunos Transliteration C: pyravnos Beta Code: pu/raunos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, (αὔω (A)) A pan of coals, Poll.6.88: neut.sg.πύραυνον Id.10.104. II = ὁ πῦρ ἐναυόμενος, Phot., Eust.1547.64.—Name of plays by Alexis and others.

Greek (Liddell-Scott)

πύραυνος: ὁ, (αὔω) ἀγγεῖον ἔχον ἐμπύρους ἄνθρακας, βαῦνος, «μαγκάλι», Πολυδ. Ϛ΄, 88., Ι΄, 104.
ΙΙ. ὁ ἀνάπτων πῦρ, Φώτ., Εὐστ. - Ὄνομα κωμῳδιῶν ὑπὸ τοῦ Ἀλέξιδος καὶ ἄλλων, Meineke Κωμικ. 1. 394.

Spanish

brasero de carbones

Greek Monolingual

ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και κατά τον Ησύχ. πύραινος Α
μεταλλικό ή και πήλινο φορητό αγγείο ανοιχτό προς τα επάνω στο οποίο ανάβεται φωτιά είτε για θέρμανση, όπως είναι το μαγκάλι, είτε για ετοιμασία φαγητού, όπως είναι η φουφού
αρχ.
1. αυτός που παίρνει φωτιά
2. ως κύριο όν. Πύραυνος
τίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος και άλλων κωμικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αὔω «ανάβω φωτιά», σχηματισμένο πιθ. κατά το βαῦνος «κλίβανος, κάμινος»].

Léxico de magia

brasero de carbones λαβὲ πύραυνον, βαλοῦ καὶ θὲς ὑπὲρ καπνὸν τὰ περιάμματα toma un brasero de carbones y echa los amuletos poniéndolos sobre el humo P XXIIa 6

German (Pape)

ὁ, die Kohlenpfanne, Poll. 6.89. Cf. πύραυνον.