διισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "fut. attic" to "fut. Attic")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] διισχυριοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[lean upon]], [[rely on]], τινι Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> to [[affirm]] [[confidently]], τι Plat.; δ. τι [[εἶναι]] Plat.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διισχῡρίζομαι''': στηρίζομαι εἴς τι, ἐπιστηρίζομαι, τῷ λόγῳ Ἀντιφῶν 133. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 25. 9. ΙΙ. [[μετὰ]] πεποιθήσεως βεβαιῶ, τι Πλάτ. Φαίδωνι 63C, κτλ.· δ. τι [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 114D· δ. ὡς... ὁ αὐτ. Θεαιτ. 154Α· ὅτι... Δημ. 447. 25· δ. [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 20. 14, Λυσ. 138. 3· τι ὑπέρ τινος Πλάτ. Μένωνι 86Β· [[περί]] τινος, ὡς... Ἐπ. Πλάτ 317C·― ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 158D, κτλ.
|lstext='''διισχῡρίζομαι''': στηρίζομαι εἴς τι, ἐπιστηρίζομαι, τῷ λόγῳ Ἀντιφῶν 133. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 25. 9. ΙΙ. [[μετὰ]] πεποιθήσεως βεβαιῶ, τι Πλάτ. Φαίδωνι 63C, κτλ.· δ. τι [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 114D· δ. ὡς... ὁ αὐτ. Θεαιτ. 154Α· ὅτι... Δημ. 447. 25· δ. [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 20. 14, Λυσ. 138. 3· τι ὑπέρ τινος Πλάτ. Μένωνι 86Β· [[περί]] τινος, ὡς... Ἐπ. Πλάτ 317C·― ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 158D, κτλ.
Line 4: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διισχυρίζομαι]]) [[ισχυρίζομαι]]<br />[[υποστηρίζω]] με [[επιμονή]], [[επιμένω]] στους ισχυρισμούς μου<br /><b>αρχ.</b><br />στηρίζομαι, βασίζομαι.
|mltxt=(Α [[διισχυρίζομαι]]) [[ισχυρίζομαι]]<br />[[υποστηρίζω]] με [[επιμονή]], [[επιμένω]] στους ισχυρισμούς μου<br /><b>αρχ.</b><br />στηρίζομαι, βασίζομαι.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] -ιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[lean]] [[upon]], rely on, τινι Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> to [[affirm]] [[confidently]], τι Plat.; δ. τι [[εἶναι]] Plat.
}}
}}

Latest revision as of 15:54, 1 November 2022

Middle Liddell

fut. Attic διισχυριοῦμαι
I. Dep. to lean upon, rely on, τινι Aeschin.
II. to affirm confidently, τι Plat.; δ. τι εἶναι Plat.

Greek (Liddell-Scott)

διισχῡρίζομαι: στηρίζομαι εἴς τι, ἐπιστηρίζομαι, τῷ λόγῳ Ἀντιφῶν 133. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 25. 9. ΙΙ. μετὰ πεποιθήσεως βεβαιῶ, τι Πλάτ. Φαίδωνι 63C, κτλ.· δ. τι εἶναι αὐτόθι 114D· δ. ὡς... ὁ αὐτ. Θεαιτ. 154Α· ὅτι... Δημ. 447. 25· δ. περί τινος Ἀνδοκ. 20. 14, Λυσ. 138. 3· τι ὑπέρ τινος Πλάτ. Μένωνι 86Β· περί τινος, ὡς... Ἐπ. Πλάτ 317C·― ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 158D, κτλ.

Greek Monolingual

διισχυρίζομαι) ισχυρίζομαι
υποστηρίζω με επιμονή, επιμένω στους ισχυρισμούς μου
αρχ.
στηρίζομαι, βασίζομαι.