Σκιρῖται: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Skiritai | |Transliteration C=Skiritai | ||
|Beta Code=*skiri=tai | |Beta Code=*skiri=tai | ||
|Definition=οἱ, < | |Definition=οἱ,<br><span class="bld">A</span> [[the Scirites]], a light-armed division of the Spartan army, named from the town [[Σκῖρος]] in Arcadia, Th.5.67,68,71, X. ''HG''5.2.24, ''Lac.''12.3, etc.: also [[Σκιρίτης]] λόχος D.S.15.32.<br><span class="bld">II</span> [[Σκιρῖται]], οἱ, [[inhabitants of]] [[Σκιρῖτις]] ''ΙΙ'', St.Byz. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
οἱ,
A the Scirites, a light-armed division of the Spartan army, named from the town Σκῖρος in Arcadia, Th.5.67,68,71, X. HG5.2.24, Lac.12.3, etc.: also Σκιρίτης λόχος D.S.15.32.
II Σκιρῖται, οἱ, inhabitants of Σκιρῖτις ΙΙ, St.Byz.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les Skirites, troupe d'infanterie légère, corps d'élite, à Lacédémone.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Σκῑρῖται: ῶν οἱ скириты (отборный отряд легкой пехоты в Спарте) Xen.
Greek (Liddell-Scott)
Σκῑρῖται: οἱ, διάσημος διαίρεσις τοῦ Σπαρτιατικοῦ στρατοῦ, σῶμα συνιστάμενον ἐξ ἑξακοσίων πεζῶν μαχομένων κατὰ τὸ ἀριστερὸν κέρας πλησίον τοῦ βασιλέως, ἦσαν δὲ (τουλάχιστον κατ’ ἀρχὰς) περίοικοι ἐκ τῆς Ἀρκαδικῆς πόλεως Σκῖρος, καὶ ἐκ τοῦ διαμερίσματος ὃ ἐκαλεῖτο Σκιρῖτις, Θουκ. 5. 67, 68, 71, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 24, πρβλ. Θουκ. 5. 33, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 21: ὡσαύτως, Σκιρίτης λόχος Διόδ. 15. 32. Τινὲς ὑπέθετον ὅτι ἦσαν ἱππεῖς ἐκ τοῦ Ξεν. ἐν Κύρ. 4. 2, 1, ἀλλὰ πλημμελῶς· ἴδε Müller· Dor. 3. 12. § 6.
Greek Monotonic
Σκῑρῖται: οἱ, Σκιρίτες, διαίρεση του στρατού των Σπαρτιατών, αποτελούμενη από εξακόσιους πεζούς άντρες που μάχονταν στην αριστερή πτέρυγα, κοντά στον βασιλιά, και ήταν (τουλάχιστον αρχικά) περίοικοι από την αρκαδική περιφέρεια με το όνομα Σκιρῖτις, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
Σκῑρῖται, ῶν, οἱ,
the Scirites, a division of the Spartan army, consisting of 600 foot: they fought on the left wing near the king, and were (originally at least) περίοικοι, from the Arcadian district Σκιρῖτις, Thuc., Xen.