συμπαιστής: Difference between revisions
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon de jeux.<br />'''Étymologie:''' [[συμπαίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[compagnon de jeux]].<br />'''Étymologie:''' [[συμπαίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:45, 8 January 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, playmate, playfellow, Pl.Min.319e, Ael.NA14.28:—fem. συμπαίστρια, ἡ, Ar.Ra.413, Hld.2.24, 7.14.
German (Pape)
[Seite 984] ὁ, = συμπαίκτης; καὶ συμπότης τοῦ Διός, Plat. Minos 319 e; Ael. H. A. 14, 28.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compagnon de jeux.
Étymologie: συμπαίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπαιστής -ου, ὁ [συμπαίζω] medespeler, speelkameraad.
Russian (Dvoretsky)
συμπαιστής: οῦ ὁ Plat. = συμπαίκτωρ.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. συμπαίστρια, Α συμπαίζω
συμπαίκτης.
Greek Monotonic
συμπαιστής: -οῦ, ὁ, συμπαίκτης, σύντροφος στο παιχνίδι, σε Πλάτ.· θηλ. συμπαίστρια, ἡ, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαιστής: -οῦ, ὁ, συμπαίκτης, συμπαίκτωρ, Πλάτ. Μίνως 319Ε, Αἰλ. π. Ζ. 14. 28.
Middle Liddell
συμπαιστής, οῦ, ὁ,
a playmate, playfellow, Plat.:— fem. συμπαίστρια, ἡ, Ar.