λοφώδης: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lofw/dhs
|Beta Code=lofw/dhs
|Definition=ες, [[like a ridge]], [[ὄγκος]] Arist. ''Mete.'' 367a4; [[on a ridge]], [[πόλις]] Procop. ''Aed.'' 5.6.
|Definition=ες, [[like a ridge]], [[ὄγκος]] Arist. ''Mete.'' 367a4; [[on a ridge]], [[πόλις]] Procop. ''Aed.'' 5.6.
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[hügelig]]</i>, Arist. <i>[[Meteor]]</i>. 2.8.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λοφώδης]], -ῶδες) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν [[ταύτῃ]] ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει [[οἷον]] [[λοφώδης]] [[ὄγκος]] μετὰ ζόφου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] λόφους («[[λοφώδης]] [[έκταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] κτισμένος [[πάνω]] σε λόφο.
|mltxt=-ες (Α [[λοφώδης]], -ῶδες) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν [[ταύτῃ]] ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει [[οἷον]] [[λοφώδης]] [[ὄγκος]] μετὰ ζόφου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] λόφους («[[λοφώδης]] [[έκταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] κτισμένος [[πάνω]] σε λόφο.
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[hügelig]]</i>, Arist. <i>[[Meteor]]</i>. 2.8.
}}
}}

Revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφώδης Medium diacritics: λοφώδης Low diacritics: λοφώδης Capitals: ΛΟΦΩΔΗΣ
Transliteration A: lophṓdēs Transliteration B: lophōdēs Transliteration C: lofodis Beta Code: lofw/dhs

English (LSJ)

ες, like a ridge, ὄγκος Arist. Mete. 367a4; on a ridge, πόλις Procop. Aed. 5.6.

German (Pape)

ες, hügelig, Arist. Meteor. 2.8.

Russian (Dvoretsky)

λοφώδης: похожий на холм или бугор (ὄγκος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λοφώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λόφον, ὄγκος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, ὀρεινός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.

Greek Monolingual

-ες (Α λοφώδης, -ῶδες) λόφος
1. αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν ταύτῃ ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει οἷον λοφώδης ὄγκος μετὰ ζόφου», Αριστοτ.)
2. ο γεμάτος λόφους («λοφώδης έκταση»)
αρχ.
αυτός που είναι κτισμένος πάνω σε λόφο.