τρυγητής: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trygitis | |Transliteration C=trygitis | ||
|Beta Code=trughth/s | |Beta Code=trughth/s | ||
|Definition= | |Definition=τρυγητοῦ, ὁ, = [[τρυγητήρ]] 1, [[LXX]] ''Je.''29.10 (49.9), al., ''PTeb.''120.8 (i B. C.), Corn.''ND''30, Poll.1.222. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
τρυγητοῦ, ὁ, = τρυγητήρ 1, LXX Je.29.10 (49.9), al., PTeb.120.8 (i B. C.), Corn.ND30, Poll.1.222.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγητής: -οῦ, ὁ, ὁ τρυγῶν, συγκομίζων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΘ΄, 9, κ. ἀλλ.), Πολυδ. Α΄, 222, Εὐσταθ. Πονημάτ. 180. 61.
Greek Monolingual
ο, θηλ. τρυγήτρια, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)]
αυτός που συγκομίζει καρπούς, ιδίως αυτός που τρυγάει σταφύλια
νεοελλ.
λαϊκή ονομασία του Σεπτεμβρίου, επειδή κατά τη διάρκειά του γίνεται ο τρύγος τών σταφυλιών.
German (Pape)
ὁ, = τρυγητήρ, Sp.