ἱερόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=<i>mit [[heiliger]] [[Stimme]], | |ptext=<i>mit [[heiliger]] [[Stimme]], Vetera Lexica</i>, erkl. [[μεγαλόφωνος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with sacred voice: as substantive, prob. utterer of oracles, CIG4684 (Egypt), IG14.914 (Ostia); prob. read for ἠεροφώνων in Il.18.505 by Suid., Phot. (expld. by μεγαλοφώνων); f.l. for ἱμερο- in Alcm.26.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόφωνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων ἱερὰν φωνήν: ὡς οὐσιαστ., πιθαν. ὁ ἀπαγγέλων τοὺς χρησμοὺς ἱερεύς, ὑποφήτης, Ἐπιγραφ. Αἰγυπτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4684, πρβλ. 6000· - παρὰ Σουΐδ. καὶ Φωτ. ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ μεγαλόφωνος· - πρβλ. ἱμερόφωνος.
Greek Monolingual
ἱερόφωνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ιερή φωνή
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱερόφωνος
ο ιερέας που απαγγέλλει τους χρησμούς, ο υποφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, καλλίφωνος].
German (Pape)
mit heiliger Stimme, Vetera Lexica, erkl. μεγαλόφωνος.