μεγαλόσωμος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλόσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]] ([[πρβλ]]. <i>υψηλό</i>-<i>σωμος</i>) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. [[αντί]] [[μεγαλοσώματος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλόσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]] ([[πρβλ]]. [[υψηλόσωμος]]) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. [[αντί]] [[μεγαλοσώματος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>von großem [[Körper]], [[großleibig]]</i>, Sp.
|ptext=<i>von großem [[Körper]], [[großleibig]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 06:53, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόσωμος Medium diacritics: μεγαλόσωμος Low diacritics: μεγαλόσωμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΟΣ
Transliteration A: megalósōmos Transliteration B: megalosōmos Transliteration C: megalosomos Beta Code: megalo/swmos

English (LSJ)

ον, = μεγαλοσώματος (large-bodied, full-bodied), Sch. Ar. Ra. 55, etc.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 55, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεγαλόσωμος, -ον)
αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σῶμα (πρβλ. υψηλόσωμος) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. αντί μεγαλοσώματος.

German (Pape)

von großem Körper, großleibig, Sp.