ὑστεροβουλία: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (pape replacement)
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Beratschlagung]] nach der Tat</i>, Sp., wie <i>[[LXX]]</i>.
|ptext=ἡ, <i>[[Beratschlagung nach der Tat]]</i>, Sp., wie <i>[[LXX]]</i>.
}}
}}

Revision as of 12:07, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστεροβουλία Medium diacritics: ὑστεροβουλία Low diacritics: υστεροβουλία Capitals: ΥΣΤΕΡΟΒΟΥΛΙΑ
Transliteration A: hysteroboulía Transliteration B: hysteroboulia Transliteration C: ysterovoulia Beta Code: u(sterobouli/a

English (LSJ)

ἡ, deliberation after the fact, LXX Pr.24.71 (31.3).

Greek (Liddell-Scott)

ὑστεροβουλία: ἡ, ἡ μετὰ τὴν πρᾶξιν σκέψις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΛΑ΄. 3), Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ, 861Β, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 110C, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑστεροβουλία· μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή».

Greek Monolingual

η / ὑστεροβουλία, ΝΑ
νεοελλ.
σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια
αρχ.
1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία
μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -βουλία (< -βουλος < βουλή), πρβλ. κακο-βουλία].

German (Pape)

ἡ, Beratschlagung nach der Tat, Sp., wie LXX.