τυμπανοτερπής: Difference between revisions
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "Full diacritics=τυμπᾰν" to "Full diacritics=τῠμπᾰν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τῠμπᾰνοτερπής | ||
|Medium diacritics=τυμπανοτερπής | |Medium diacritics=τυμπανοτερπής | ||
|Low diacritics=τυμπανοτερπής | |Low diacritics=τυμπανοτερπής |
Revision as of 16:15, 2 March 2023
English (LSJ)
ές, delighting in drums, Orph.H.27.11.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπανοτερπής: -ές, ἐπὶ τῆς Ρέας, ἡ τερπομένη εἰς τοὺς κρότους τῶν τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 11.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ως προσωνυμία της Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. χορο-τερπής].
German (Pape)
ές, sich des Paukenschlagens freuend, Orph. H. 26.11.