κυκλοφορητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui se meut circulairement.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλοφορέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />qui se meut circulairement.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλοφορέομαι]].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>sich im [[Kreise]] [[bewegend]]</i>; Heraclid. <i>[[allegor]]</i>. 23, Plut. und andere Spätere, auch adv.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυκλοφορητικός]], -ή, -όν (Α) [[κυκλοφορώ]]<br />αυτός που κινείται σε κύκλο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλοφορητικῶς</i> (Α)<br />κυκλικά.
|mltxt=[[κυκλοφορητικός]], -ή, -όν (Α) [[κυκλοφορώ]]<br />αυτός που κινείται σε κύκλο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλοφορητικῶς</i> (Α)<br />κυκλικά.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>sich im [[Kreise]] [[bewegend]]</i>; Heraclid. <i>[[allegor]]</i>. 23, Plut. und andere Spätere, auch adv.
}}
}}

Revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλοφορητικός Medium diacritics: κυκλοφορητικός Low diacritics: κυκλοφορητικός Capitals: ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kyklophorētikós Transliteration B: kyklophorētikos Transliteration C: kykloforitikos Beta Code: kukloforhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, moving in a circle, circular, οὐσία Ph.1.514; τρόπος Dam.Pr.23; σῶμα Thphr.Fr.35, Iamb.Myst.5.4. Adv. κυκλοφορητικῶς = with circular motion, with circular movement S.E.M.10.58.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se meut circulairement.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.

German (Pape)

ή, όν, sich im Kreise bewegend; Heraclid. allegor. 23, Plut. und andere Spätere, auch adv.

Russian (Dvoretsky)

κυκλοφορητικός: круговой, описывающий круг (κίνησις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοφορητικός: -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, κυκλικός, κίνησις Πλούτ. 2. 1004G· οὐσία Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ.

Greek Monolingual

κυκλοφορητικός, -ή, -όν (Α) κυκλοφορώ
αυτός που κινείται σε κύκλο.
επίρρ...
κυκλοφορητικῶς (Α)
κυκλικά.