τριχώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τριχώδης -ες [θρίξ] lijkend op haar, haarachtig.
|elnltext=τριχώδης -ες [θρίξ] [[lijkend op haar]], [[haarachtig]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ες, <i>[[haarähnlich]], [[haarig]], [[haarfein]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 9.37; von der [[Stimme]], <i>audib</i>. 57.
|ptext=ες, <i>[[haarähnlich]], [[haarig]], [[haarfein]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 9.37; von der [[Stimme]], <i>audib</i>. 57.
}}
}}

Revision as of 13:42, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχώδης Medium diacritics: τριχώδης Low diacritics: τριχώδης Capitals: ΤΡΙΧΩΔΗΣ
Transliteration A: trichṓdēs Transliteration B: trichōdēs Transliteration C: trichodis Beta Code: trixw/dhs

English (LSJ)

ες, A like hair, like a hair, Arist.HA620b17, PA691a7, al., Thphr.HP4.9.2, 6.2.8. 2 metaph., φωνία τ. notes fine as hairs, Arist.Aud.803b24. 3 mixed with hair, πηλός Hp.Morb.3.17. 4 τριχώδη· ὄργανα πολιορκητικά, πρὸς χώρησιν (fort. ὀχύρωσιν) ἐπιτήδεια, Hsch.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχώδης:
1 обросший волосами (πτερά Arst.);
2 похожий на волос, волосной (πόροι Arst.);
3 перен. тонкий как волос (φωνία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς τρίχα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 21, π. Ζ. Μορ. 4. 11, 5, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., φωναὶ τρ., μικραὶ καὶ λεπταὶ φωναί, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 57.

Greek Monolingual

-ες / τριχώδης, -ῶδες, ΝΑ θρίξ, τριχός]
όμοιος με τρίχα, τριχοειδής
νεοελλ.
γεμάτος τρίχες, τριχωτός
αρχ.
1. αναμεμιγμένος με τρίχες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τριχώδη
(κατά τον Ησύχ.) «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή πιθανώς ὀχύρωσιν] ἐπιτήδεια»
3. φρ. «φωναὶ τριχώδεις»
μτφ. λεπτές φωνές.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχώδης -ες [θρίξ] lijkend op haar, haarachtig.

German (Pape)

ες, haarähnlich, haarig, haarfein, Arist. H.A. 9.37; von der Stimme, audib. 57.