ἀνεπινόητος: Difference between revisions
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepinoitos | |Transliteration C=anepinoitos | ||
|Beta Code=a)nepino/htos | |Beta Code=a)nepino/htos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπινόητον,<br><span class="bld">A</span> [[unintelligible]], σημεῖα τοῖς ἄλλοις ἀ. D.S.19.94; [[inconceivable]], [[unthinkable]], S.E.''P.'' 2.104, Dam.''Pr.''22. Adv. [[ἀνεπινοήτως]] = [[inconceivably]], Procl. ''in Prm.''p.864S., Id.''in Ti.''1.3D.<br><span class="bld">2</span> Act., [[having no experience of]], τινός D.S.2.59.<br><span class="bld">3</span> = [[sine adinventione]], Just.''Nov.''59.7. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεπινόητον,
A unintelligible, σημεῖα τοῖς ἄλλοις ἀ. D.S.19.94; inconceivable, unthinkable, S.E.P. 2.104, Dam.Pr.22. Adv. ἀνεπινοήτως = inconceivably, Procl. in Prm.p.864S., Id.in Ti.1.3D.
2 Act., having no experience of, τινός D.S.2.59.
3 = sine adinventione, Just.Nov.59.7.
Spanish (DGE)
-ον
I 1ininteligible σημεῖα D.S.19.94, S.E.P.2.104, Dam.Pr.22, ἡ φαντασία S.E.P.2.70, cf. Hsch.
2 desconocedor χυμῶν D.S.2.59.
II adv. ἀνεπινοήτως = de manera inconcebible ἔχει πως τὰς ... αἰτίας ... ἀφράστως καὶ ἀνεπινοήτως Procl.in Prm.1107.12, cf. S.E.P.3.145.
German (Pape)
[Seite 225] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπινόητος:
1 непонятный, непостижимый (σημεῖον Sext.);
2 не знающий, незнакомый (τινος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπινόητος: -ον, ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος, ἄγνωστος, καὶ κατὰ Συνέσ. «ὃν ἐπίνοια ἀνθρώπου χωρῆσαι οὐ δύναται», Διόδ. 2. 59, Σέξτ. Ἐμπ. π. Πυρρ. Ὑποτ. 2. 104. 2) ἀνίκανος νὰ ἐπινοήσῃ ἢ ν’ ἀντιληφθῇ, «τὰ κατὰ βίον ἀνεπινόητον» Γ. Παχυμ. Μ. Παλ. 5, σ. 236Β.
Greek Monolingual
ἀνεπινόητος, -ον (AM)
αυτός που δεν είναι ικανός να κατανοήσει κάτι
αρχ.
1. ο δυσνόητος
2. ο ακατανόητος.