ὀμματοστερής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> privé de la vue;<br /><b>2</b> qui prive de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]], [[στερέω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[privé de la vue]];<br /><b>2</b> qui prive de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]], [[στερέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:06, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμμᾰτοστερής Medium diacritics: ὀμματοστερής Low diacritics: ομματοστερής Capitals: ΟΜΜΑΤΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: ommatosterḗs Transliteration B: ommatosterēs Transliteration C: ommatosteris Beta Code: o)mmatosterh/s

English (LSJ)

ές, A bereft of eyes, S.OC1260, E.Ph.327 (lyr.). II Act., depriving of eyes, φλογμὸς ὀ. φυτῶν heat that robs plants of their eyes or buds, A.Eu.940 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 332] ές, der Augen beraubt; κρᾶς, Soph. O. C. 1262; Eur. Phoen. 331. – Auch act., der Augen beraubend, blendend, φλογμός τ' ὀμ. φυτῶν, Aesch. Eum. 900.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 privé de la vue;
2 qui prive de la vue.
Étymologie: ὄμμα, στερέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀμμᾰτοστερής:
1 лишенный глаз, слепой (πρέσβυς Eur.);
2 сжигающий почки (φλογμὸς ὀ. φυτῶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμᾰτοστερής: -ές, ὁ ἐστερημένος τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1260, Εὐρ. Φοίν. 328. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποστερῶν τῶν ὀφθαλμῶν, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, θερμότης ἥτις στερεῖ τὰ φυτὰ τῶν ὀφθαλμῶν («μπουμπουκίων») αὐτῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940.

Greek Monolingual

ὀμματοστερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει οφθαλμούς
2. αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο καύσωνας στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. ηλιο-στερής, πατρο-στερής].

Greek Monotonic

ὀμμᾰτοστερής: -ές (στερέω),·
I. αυτός που έχει στερηθεί τα μάτια του, σε Σοφ., Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που αποστερεί τα μάτια, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, θερμότητα που στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια ή τα άνθη τους, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀμμᾰτο-στερής, ές στερέω
I. bereft of eyes, Soph., Eur.
II. act. depriving of eyes, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν heat that robs plants of their eyes or buds, Aesch.