αὐλικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source
m (Text replacement - "op." to "op.")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de cour, de courtisan ; οἱ αὐλικοί les courtisans.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]].
|btext=ή, όν :<br />de cour, de courtisan ; οἱ αὐλικοί les courtisans.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>zur [[Flöte]] [[gehörig]], Vetera Lexica</i>.<br><b class="num">2</b> <i>zum Hofe [[gehörig]]</i>, οἱ αὐλικοί, [[Hofleute]], Pol. 16.22 und [[öfter]]; Plut. <i>Demetr</i>. 17, <i>Cleom</i>.33.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αὐλικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[βασιλική]] [[αυλή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αυλικός]]<br />[[μέλος]] του προσωπικού της βασιλικής αυλής.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αὐλικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[βασιλική]] [[αυλή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αυλικός]]<br />[[μέλος]] του προσωπικού της βασιλικής αυλής.
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>zur [[Flöte]] [[gehörig]], Vetera Lexica</i>.<br><b class="num">2</b> <i>zum Hofe [[gehörig]]</i>, οἱ αὐλικοί, [[Hofleute]], Pol. 16.22 und [[öfter]]; Plut. <i>Demetr</i>. 17, <i>Cleom</i>.33.
}}
}}

Revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλικός Medium diacritics: αὐλικός Low diacritics: αυλικός Capitals: ΑΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: aulikós Transliteration B: aulikos Transliteration C: avlikos Beta Code: au)liko/s

English (LSJ)

ή, όν, (αὐλή) A of the court, courtier-like, κατὰ τὴν φύσιν Plb. 23.5.4; αὐ. ἀγχίνοια 15.34.4; αὐ. βίος, opp. ὁ φιλόσοφος βίος, Phld. Ind.Sto.13: Comp., ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Id.Lib.p.45 O.: as substantive, courtier, Plb.16.20.8, Plu.2.778b, Demetr.17. II αὐλικούς· κιθαρῳδούς, Suid.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): lat. aulicus Nepos Dat.5.2, Suet.Dom.4, Nero 45, Marc.Cap.9.905, 9.926
I 1cortesano, palaciego, áulico αὐ. βίος op. φιλόσοφος βίος Phld.Ind.Sto.13, κατὰ τὴν φύσιν αὐ. καὶ πολιτικὸς ἄνθρωπος Plb.23.5.4, ἀγχίνοια Plb.15.34.4, κόλακες Plu.2.800a, cf. Demetr.17, διακονία Them.Or.31.353c, κατάλογοι Lyd.Mag.2.24, luctatores aulici Suet.Nero 45
compar. sin tal valor ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Phld.Lib.45
subst. ὁ αὐ. cortesano Plu.2.778b, gener. en plu., Plu.Demetr.17, Plb.16.22.8, 22.13.5, Nepos 14.5.2
pretoriano οἱ αὐλικοὶ καὶ στρατηγοὶ προσαγορευόμενοι Plu.Galb.2.
2 prob. propietario de una granja, BGU 286.3 (IV d.C.).
II propio de la flauta: dulcedo Mart.Cap.9.905, suauitas Mart.Cap.9.926
subst. αὐλικούς, κιθαρῳδούς Sud.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de cour, de courtisan ; οἱ αὐλικοί les courtisans.
Étymologie: αὐλή.

German (Pape)

1 zur Flöte gehörig, Vetera Lexica.
2 zum Hofe gehörig, οἱ αὐλικοί, Hofleute, Pol. 16.22 und öfter; Plut. Demetr. 17, Cleom.33.

Russian (Dvoretsky)

αὐλικός: IIпридворный, царедворец Polyb., Plut.
дворцовый, придворный (ἄνθρωπος Polyb.; κόλακες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐλικός: -ή, -όν, (αὐλή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐλήν, ὁ ὅμοιος ἀνθρώπῳ τῆς αὐλῆς, καὶ ἦν μὲν ὁ Δεινοκράτης οὐ μόνον κατὰ τὴν τριβήν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν φύσιν αὐλικὸς καὶ στρατιωτικός ἄνθρωπος Πολύβ. 24. 5, 4: ὡς οὐσιαστ. αὐλικὸς ὁ αὐτ. 16. 22, 8, Πλούτ. 2. 778Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αὐλικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει στη βασιλική αυλή
2. εκείνος που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής
3. το αρσ. ως ουσ. ο αυλικός
μέλος του προσωπικού της βασιλικής αυλής.