ἀκατάληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui ne cesse pas]];<br /><b>2</b> <i>t. de pros.</i> dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταλήγω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui ne cesse pas]];<br /><b>2</b> <i>t. de pros.</i> dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταλήγω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>ohne Ende</i>, Ocell. <i>Luc</i>. 4, [[neben]] [[συνεχής]]; – μέτρα ἀκ., <i>wo der [[letzte]] [[Versfuß]] [[vollständig]] ist</i>, Gramm.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληκτος]], -ον) και ακατάληχτος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέληξε [[κάπου]], που έμεινε [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[κατάληξη]] (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το [[θέμα]], [[χωρίς]] [[προσθήκη]] καταταλήξεως)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδιάλειπτος]], ο [[ακατάπαυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληξία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληκτος]], -ον) και ακατάληχτος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέληξε [[κάπου]], που έμεινε [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[κατάληξη]] (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το [[θέμα]], [[χωρίς]] [[προσθήκη]] καταταλήξεως)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδιάλειπτος]], ο [[ακατάπαυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληξία]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>ohne Ende</i>, Ocell. <i>Luc</i>. 4, [[neben]] [[συνεχής]]; – μέτρα ἀκ., <i>wo der [[letzte]] [[Versfuß]] [[vollständig]] ist</i>, Gramm.
}}
}}

Revision as of 12:45, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάληκτος Medium diacritics: ἀκατάληκτος Low diacritics: ακατάληκτος Capitals: ΑΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: akatálēktos Transliteration B: akatalēktos Transliteration C: akataliktos Beta Code: a)kata/lhktos

English (LSJ)

ον, A incessant, γένεσις Ocell.4.2, cf. Arr.Epict.1.17.3, Procl.in Prm.p.873 S., etc. Adv. -τως Agathin. ap. Orib. 10.7.26. II acatalectic, in prosody, Heph.4, Aristid. Quint.1.23.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inacabable ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.Epict.1.17.3
inacabable, incesante Ocell.44, cf. Procl.in Prm.1119.
2 métr. acataléctico verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.
II adv. -ως incesantemente Agathin. en Orib.10.7.27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne cesse pas;
2 t. de pros. dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.
Étymologie: , καταλήγω.

German (Pape)

ohne Ende, Ocell. Luc. 4, neben συνεχής; – μέτρα ἀκ., wo der letzte Versfuß vollständig ist, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάληκτος:
1 не имеющий конца Diog. L.;
2 стих. неусеченный, акаталектический (μέτρον).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάληκτος: -ον, ἀδιάλειπτος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 2. 23, 46 (ἔνθα ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ ἀκατάληκτος λέγεται ὁ στίχος ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάληκτος, -ον) και ακατάληχτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος
2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα, χωρίς προσθήκη καταταλήξεως)
αρχ.
ο αδιάλειπτος, ο ακατάπαυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καταλήγω.
ΠΑΡ. ακαταληξία].