βαυκαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κοιμίζω]], νανουρίζω) καί [[βαυκαλάω]]. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, [[φωνή]] τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: [[βαυκάλημα]] (=[[νανούρισμα]]).
|mantxt=(=[[κοιμίζω]], [[νανουρίζω]]) καί [[βαυκαλάω]]. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, [[φωνή]] τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: [[βαυκάλημα]] (=[[νανούρισμα]]).
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκᾰλίζω Medium diacritics: βαυκαλίζω Low diacritics: βαυκαλίζω Capitals: ΒΑΥΚΑΛΙΖΩ
Transliteration A: baukalízō Transliteration B: baukalizō Transliteration C: vafkalizo Beta Code: baukali/zw

English (LSJ)

= βαυκαλάω, AB85, Hsch.

Spanish (DGE)

arrullar a un niño para dormirlo, Hsch., AB 85.28.

German (Pape)

[Seite 439] = βαυκαλάω, B. A. 85.

Greek Monolingual

(AM βαυκαλίζω)
νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα
νεοελλ.
1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις
2. (-ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαυκαλώ].

Mantoulidis Etymological

(=κοιμίζω, νανουρίζω) καί βαυκαλάω. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, φωνή τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: βαυκάλημα (=νανούρισμα).