ἀμφίεσις: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfiesis | |Transliteration C=amfiesis | ||
|Beta Code=a)mfi/esis | |Beta Code=a)mfi/esis | ||
|Definition=εως, ἡ, [[clothing]], Sch. | |Definition=-εως, ἡ, [[clothing]], Sch.Od.9.51, Simp.''in Cat.''401.21. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, clothing, Sch.Od.9.51, Simp.in Cat.401.21.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
ropaje, vestimenta Sch.Od.9.51, Simp.in Cat.401.21, Thom.Mag.p.51.
German (Pape)
[Seite 139] ἡ, Kleidung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίεσις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ζ. 108, Ι. 51· ἴδε Θωμ. Μ. σ. 44.
Mantoulidis Etymological
(=ἐνδυμασία). Παράγωγο τοῦ ἀμφιέννυμι (ἀμφί+ϝεσ+νυ+μι), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός, ἀμφιεστρίς ἤ ἐφεστρίς (=μανδύας), τό ἄμφιον (πληθ. ἄμφια), μεταμφίεσις, εἷμα (=ἔνδυμα), μελανείμων (=ὁ ντυμένος στά μαῦρα), ἷμα, ἱμάτιον, ἱματίδιον, ἱματίζομαι (=ντύνομαι), ἱματισμός, ἐσθής, λευχείμων (=αὐτός πού φορᾶ ἄσπρα).