πολυάσχολος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />chargé d'affaires.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄσχολος]].
|btext=ος, ον :<br />[[chargé d'affaires]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄσχολος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:33, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάσχολος Medium diacritics: πολυάσχολος Low diacritics: πολυάσχολος Capitals: ΠΟΛΥΑΣΧΟΛΟΣ
Transliteration A: polyáscholos Transliteration B: polyascholos Transliteration C: polyascholos Beta Code: polua/sxolos

English (LSJ)

ον, very busy, μαθηματική Ps.-Luc.Philopatr.25, cf. Cat.Cod.Astr.8(3).93.

German (Pape)

[Seite 660] viel od. sehr beschäftigt, μαθηματική, Luc. Philopatr. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé d'affaires.
Étymologie: πολύς, ἄσχολος.

Russian (Dvoretsky)

πολυάσχολος: требующий усиленных занятий, т. е. крайне трудный (μαθηματική Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυάσχολος: -ον, πλήρης ἀσχολιῶν, τὴν πολυάσχολον μαθηματικὴν Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρις 25.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυάσχολος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές ασχολίες, πολλές δουλειές
2. αυτός που ασχολείται με πολλά και διάφορα πράγματα, πολυπράγμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄσχολος (πρβλ. περι-άσχολος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάσχολος -ον [πολύς, ἄσχολος] zeer tijdrovend:. τὴν πολυάσχολον μαθηματικήν de wiskunde die jullie zoveel tijd heeft gekost [Luc.] 82.25.