βώμαξ: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(b)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] ακος, ὁ, = [[βωμολόχος]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] ακος, ὁ, = [[βωμολόχος]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''βώμαξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, = [[βωμολόχος]], Ἀγαθ. 130. 21, Ἐτυμ. Μ., Σουΐδ.· ἴδε [[κώμαξ]]· ― [[ἐντεῦθεν]] βωμάκευμα, τό, = [[βωμολόχευμα]], Ἀπολλ. Καρ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. Πολ. 606C. ΙΙ.βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[βωμός]], Α. Β. 85. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Δράκοντα 18].
}}
}}

Revision as of 10:29, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βώμαξ Medium diacritics: βώμαξ Low diacritics: βώμαξ Capitals: ΒΩΜΑΞ
Transliteration A: bṓmax Transliteration B: bōmax Transliteration C: vomaks Beta Code: bw/mac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, ἡ,

   A = βωμολόχος, Agath.2.30, EM199.2, Suid.    II βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, Dim. of βωμός, AB85. βώμενος· βωμός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 469] ακος, ὁ, = βωμολόχος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βώμαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, = βωμολόχος, Ἀγαθ. 130. 21, Ἐτυμ. Μ., Σουΐδ.· ἴδε κώμαξ· ― ἐντεῦθεν βωμάκευμα, τό, = βωμολόχευμα, Ἀπολλ. Καρ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. Πολ. 606C. ΙΙ.βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ βωμός, Α. Β. 85. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Δράκοντα 18].