νηπιέη: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[bas âge]], [[première enfance]];<br /><b>2</b> [[puérilité]], [[enfantillage]].<br />'''Étymologie:''' [[νήπιος]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[bas âge]], [[première enfance]];<br /><b>2</b> [[puérilité]], [[enfantillage]].<br />'''Étymologie:''' [[νήπιος]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, ion. = [[νηπιάα]], <i>[[Unmündigkeit]], [[Kindheit]]</i>, [[πολλάκι]] [[μοι]] κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, <i>Il</i>. 9.485 ff, wo [[Andere]] es für <i>kindische [[Unbeholfenheit]]</i> erkl.; gew. <i>kindisches [[Wesen]], [[Torheit]]</i>, νηπιέῃσι ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων, <i>Il</i>. 20.411, vgl. 15.363, <i>Od</i>. 24.469.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηπιέη:''' βλ. [[νηπιάα]].
|lsmtext='''νηπιέη:''' βλ. [[νηπιάα]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, ion. = [[νηπιάα]], <i>[[Unmündigkeit]], [[Kindheit]]</i>, [[πολλάκι]] [[μοι]] κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, <i>Il</i>. 9.485 ff, wo [[Andere]] es für <i>kindische [[Unbeholfenheit]]</i> erkl.; gew. <i>kindisches [[Wesen]], [[Torheit]]</i>, νηπιέῃσι ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων, <i>Il</i>. 20.411, vgl. 15.363, <i>Od</i>. 24.469.
}}
}}

Revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐέη Medium diacritics: νηπιέη Low diacritics: νηπιέη Capitals: ΝΗΠΙΕΗ
Transliteration A: nēpiéē Transliteration B: nēpieē Transliteration C: nipiei Beta Code: nhpie/h

English (LSJ)

ἡ, Ep. form for *νηπιίη, (νήπιος) childhood, childishness, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Il.9.491: in plural, οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας (for Νηπιίας) ὀχέειν Od.1.297; ἐπεὶ… ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν in childish fashion, Il.15.363; ἡγήσατο νηπιέῃσι led them in his folly, Od.24.469.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 bas âge, première enfance;
2 puérilité, enfantillage.
Étymologie: νήπιος.

German (Pape)

ἡ, ion. = νηπιάα, Unmündigkeit, Kindheit, πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, Il. 9.485 ff, wo Andere es für kindische Unbeholfenheit erkl.; gew. kindisches Wesen, Torheit, νηπιέῃσι ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων, Il. 20.411, vgl. 15.363, Od. 24.469.

Russian (Dvoretsky)

νηπιέη: ἡ (только dat. обоих чисел и acc. pl. νηπιάας)
1 младенчество, детство: ἐν νηπιέῃ Hom. в дни детства;
2 детская забава, ребячество: νηπιάας ὀχέειν Hom. по-детски шалить, ребячиться; νηπιέῃσιν Hom. по-детски, ребячески.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιέη: ἴδε νηπιάα.

English (Autenrieth)

(νήπιος), acc. pl. νηπιάᾶς: infancy, childhood, helplessness of childhood, Il. 9.491; pl., childish thoughts.

Greek Monolingual

νηπιέη και νηπιάα, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. η ηλικία του νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» — δεν πρέπει να φέρεσαι με παιδαριώδεις τρόπους, Ομ. Οδ.)
3. (η δοτ. ως επίρρ.) νηπιέησιν
με παιδαριώδη τρόπο («ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῇσιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -έη, κατά το ηνορέη. Ο τ. της αιτ. πληθ. νηπιάας οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

νηπιέη: βλ. νηπιάα.