διαδηλόω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "tr" to "tr")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[tr]].<br /><b class="num">1</b> [[mostrar]], [[evidenciar]], [[poner de manifiesto]] c. interr. indir. (ἡ νοῦσος) ἐν ταύτῃσι ἡμέρῃσι διαδηλοῖ εἰ θανάσιμος ἢ οὔ Hp.<i>Int</i>.39<br /><b class="num">•</b>c. ac. de abstr. τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως διαδηλῶσαι Νέρωνι I.<i>BI</i> 6.422, cf. D.L.4.46, ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖνα (τὰ ὑποκείμενα) τὴν ἀλλήλων διαδηλοῖ φύσιν S.E.<i>M</i>.7.87, cf. D.C.40.17.2, 43.35.3, ἡδεῖαν διαδηλοῖ φύσιν Aristid.Quint.116.23, cf. 19<br /><b class="num">•</b>[[representar]] gráficamente διεδήλου δὲ γράμμασι τὰ Κιμβρικὰ κατορθώματα Plu.<i>Caes</i>.6.<br /><b class="num">2</b> ref. al lenguaje, oral o escrito [[manifestar]], [[dar a conocer]] διαδηλοῦντες ὅσον ἦν τὸ π[εριὸν ἐκ] τοῦ ἐπάνω χρόνου <i>PRev.Laws</i> 16.17 (III a.C.), cf. <i>PVindob.Boswinkel</i> 1.15 (I d.C.), πάντα ἀλλήλοις διεδήλουν D.C.46.36.5, τὰ ... πλείω ἐς σανίδας γράφων διηδέλου D.C.60.13.5.<br /><b class="num">II</b> intr. [[manifestarse]] διαδηλοῖ δὲ ταῦτα ἐν τῇσιν ἑπτὰ ἡμέρῃσιν Hp.<i>Morb</i>.1.26, cf. 3.15.
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[mostrar]], [[evidenciar]], [[poner de manifiesto]] c. interr. indir. (ἡ νοῦσος) ἐν ταύτῃσι ἡμέρῃσι διαδηλοῖ εἰ θανάσιμος ἢ οὔ Hp.<i>Int</i>.39<br /><b class="num">•</b>c. ac. de abstr. τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως διαδηλῶσαι Νέρωνι I.<i>BI</i> 6.422, cf. D.L.4.46, ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖνα (τὰ ὑποκείμενα) τὴν ἀλλήλων διαδηλοῖ φύσιν S.E.<i>M</i>.7.87, cf. D.C.40.17.2, 43.35.3, ἡδεῖαν διαδηλοῖ φύσιν Aristid.Quint.116.23, cf. 19<br /><b class="num">•</b>[[representar]] gráficamente διεδήλου δὲ γράμμασι τὰ Κιμβρικὰ κατορθώματα Plu.<i>Caes</i>.6.<br /><b class="num">2</b> ref. al lenguaje, oral o escrito [[manifestar]], [[dar a conocer]] διαδηλοῦντες ὅσον ἦν τὸ π[εριὸν ἐκ] τοῦ ἐπάνω χρόνου <i>PRev.Laws</i> 16.17 (III a.C.), cf. <i>PVindob.Boswinkel</i> 1.15 (I d.C.), πάντα ἀλλήλοις διεδήλουν D.C.46.36.5, τὰ ... πλείω ἐς σανίδας γράφων διηδέλου D.C.60.13.5.<br /><b class="num">II</b> intr. [[manifestarse]] διαδηλοῖ δὲ ταῦτα ἐν τῇσιν ἑπτὰ ἡμέρῃσιν Hp.<i>Morb</i>.1.26, cf. 3.15.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:20, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδηλόω Medium diacritics: διαδηλόω Low diacritics: διαδηλόω Capitals: ΔΙΑΔΗΛΟΩ
Transliteration A: diadēlóō Transliteration B: diadēloō Transliteration C: diadiloo Beta Code: diadhlo/w

English (LSJ)

make manifest, indicate clearly, PRev. Laws 16.17 (iii B. C.), J.BJ6.9.3, Plu.Caes.6, D.L.4.46, S.E.M.7.87, D.C.40.17.

Spanish (DGE)

I tr.
1 mostrar, evidenciar, poner de manifiesto c. interr. indir. (ἡ νοῦσος) ἐν ταύτῃσι ἡμέρῃσι διαδηλοῖ εἰ θανάσιμος ἢ οὔ Hp.Int.39
c. ac. de abstr. τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως διαδηλῶσαι Νέρωνι I.BI 6.422, cf. D.L.4.46, ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖνα (τὰ ὑποκείμενα) τὴν ἀλλήλων διαδηλοῖ φύσιν S.E.M.7.87, cf. D.C.40.17.2, 43.35.3, ἡδεῖαν διαδηλοῖ φύσιν Aristid.Quint.116.23, cf. 19
representar gráficamente διεδήλου δὲ γράμμασι τὰ Κιμβρικὰ κατορθώματα Plu.Caes.6.
2 ref. al lenguaje, oral o escrito manifestar, dar a conocer διαδηλοῦντες ὅσον ἦν τὸ π[εριὸν ἐκ] τοῦ ἐπάνω χρόνου PRev.Laws 16.17 (III a.C.), cf. PVindob.Boswinkel 1.15 (I d.C.), πάντα ἀλλήλοις διεδήλουν D.C.46.36.5, τὰ ... πλείω ἐς σανίδας γράφων διηδέλου D.C.60.13.5.
II intr. manifestarse διαδηλοῖ δὲ ταῦτα ἐν τῇσιν ἑπτὰ ἡμέρῃσιν Hp.Morb.1.26, cf. 3.15.

German (Pape)

[Seite 576] ganz deutlich machen, offenbaren, Plut. Caes. 7; D. L. 4, 46; Ios.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. διεδήλουν;
rendre tout à fait évident.
Étymologie: διάδηλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαδηλόω [διάδηλος] duidelijk maken.

Russian (Dvoretsky)

διαδηλόω: пояснять, обозначать (γράμμασί τι Plut. и τινα Diog. L.).

Greek Monotonic

διαδηλόω: μέλ. -ώσω, φανερώνω, κάνω κάτι εμφανές, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαδηλόω: ποιῶ κατάδηλον, φανερώνω ἐντελῶς, Πλούτ. Καίσ. 6, Διογ. Λ. 4. 46, Ἰώσηπ. Ι. Π. 6. 9, 3.

Middle Liddell

fut. ώσω
to make manifest, Plut.