γυναικηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(b)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0510.png Seite 510]] = [[γυναικεῖος]], [[τρόπος]] B. A. 31.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0510.png Seite 510]] = [[γυναικεῖος]], [[τρόπος]] B. A. 31.
}}
{{ls
|lstext='''γῠναικηρός''': ά, όν,=[[γυναικεῖος]], Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, [[ἔνθα]] ὁ Meineke [[ἄνευ]] ἀνάγκης εἰκάζει [[γυναικισμός]]· γυναικηρὸς [[τρόπος]] ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, [[ἴσως]] ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ποιητοῦ.
}}
}}

Revision as of 11:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικηρός Medium diacritics: γυναικηρός Low diacritics: γυναικηρός Capitals: ΓΥΝΑΙΚΗΡΟΣ
Transliteration A: gynaikērós Transliteration B: gynaikēros Transliteration C: gynaikiros Beta Code: gunaikhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = γυναικεῖος, Diocl.Com.4; γ. τρόπος Phryn.PSp.55B.

German (Pape)

[Seite 510] = γυναικεῖος, τρόπος B. A. 31.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικηρός: ά, όν,=γυναικεῖος, Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, ἔνθα ὁ Meineke ἄνευ ἀνάγκης εἰκάζει γυναικισμός· γυναικηρὸς τρόπος ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, ἴσως ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ.