νέοικος: Difference between revisions
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neoikos | |Transliteration C=neoikos | ||
|Beta Code=ne/oikos | |Beta Code=ne/oikos | ||
|Definition= | |Definition=νέοικον,<br><span class="bld">A</span> [[newly housed]], [[a new denizen]], Epich.12.<br><span class="bld">II</span> [[newly built]], ἕδρα Pi.''O.''5.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
νέοικον,
A newly housed, a new denizen, Epich.12.
II newly built, ἕδρα Pi.O.5.8.
German (Pape)
[Seite 242] neu augebau't, ἕδρα, Pind. Ol. 5, 8. – Auch = νεαπολίτης, Epicharm. bei Poll. 9, 26.
Russian (Dvoretsky)
νέοικος: недавно установленный, вновь построенный (ἕδρα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
νέοικος: -ον, ὁ νεωστὶ κτησάμενος οἶκος, νέος πολίτης, Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 26. ΙΙ. ὁ νεωστὶ οἰκοδομηθείς, νεόκτιστος, ἕδρα Πινδ. Ο. 5. 19.
English (Slater)
νέοικος, -ον new founded ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (sc. Ψαῦμις, of Kamarina, refounded in 461 B. C.) (O. 5.8)
Greek Monolingual
νέοικος, -ον (Α)
1. αυτός που απέκτησε κατοικία πρόσφατα, ο νέος κάτοικος ή ο νέος πολίτης
2. αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος («καὶ ὅν πατέρ' Ἄκρων 'ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + οἶκος.
Greek Monotonic
νέοικος: -ον, πρόσφατα χτισμένος, νεόκτιστος, σε Πίνδ.