κρεάδιον: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />petit morceau de chair, de viande.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κρέας]]. | |btext=ου (τό) :<br />[[petit morceau de chair]], [[de viande]].<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κρέας]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 18:15, 8 January 2023
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit morceau de chair, de viande.
Étymologie: dim. de κρέας.
German (Pape)
τό, dim. von κρέας, ein Stückchen Fleisch; Ar. Plut. 227; Alexis bei Ath. III.107c; verächtlich, Xen. Cyr. 1.4.13. – Aber auch = κρέας, Ael. H.A. 2.47.
Russian (Dvoretsky)
κρεάδιον: (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κρεάδιον: ἢ κρᾴδιον ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ κρέας, τεμάχιον κρέατος, «ἕνα κομματάκι κρέας», Ἀριστοφ. Πλ. 227· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ ταρίχιον Κηφισόδ. ἐν «Ὑῒ» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.
Greek Monolingual
κρεᾴδιον, τὸ (AM)
μικρό κομμάτι κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. ζυγάδιον, κηπάδιον)].
Greek Monotonic
κρεάδιον: [ᾱ], τό, υποκορ. του κρέας, τεμάχιο κρέατος, κομμάτι κρέας, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
κρεά¯διον, ου, τό, [Dim. of κρέας,]
a morsel of meat, slice of meat, Ar., Xen.