λοφώδης: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "<i>Meteor</i>" to "<i>Meteor</i>") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ες, <i>[[hügelig]]</i>, Arist. <i> | |ptext=ες, <i>[[hügelig]]</i>, Arist. <i>Meteor</i>. 2.8. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:19, 25 April 2023
English (LSJ)
ες, like a ridge, ὄγκος Arist. Mete. 367a4; on a ridge, πόλις Procop. Aed. 5.6.
German (Pape)
ες, hügelig, Arist. Meteor. 2.8.
Russian (Dvoretsky)
λοφώδης: похожий на холм или бугор (ὄγκος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λοφώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λόφον, ὄγκος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, ὀρεινός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.
Greek Monolingual
-ες (Α λοφώδης, -ῶδες) λόφος
1. αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν ταύτῃ ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει οἷον λοφώδης ὄγκος μετὰ ζόφου», Αριστοτ.)
2. ο γεμάτος λόφους («λοφώδης έκταση»)
αρχ.
αυτός που είναι κτισμένος πάνω σε λόφο.