οἰκήτωρ: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκήτωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] («χθονός τῆσδ' εὐμενοῦς οἰκήτορας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άποικος]] («ἐξέπεμψαν [[ὕστερον]] οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί<br />β) «[[οἰκήτωρ]] θεοῦ» — [[κάτοικος]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰκῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ( | |mltxt=[[οἰκήτωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] («χθονός τῆσδ' εὐμενοῦς οἰκήτορας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άποικος]] («ἐξέπεμψαν [[ὕστερον]] οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί<br />β) «[[οἰκήτωρ]] θεοῦ» — [[κάτοικος]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰκῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[κοσμήτωρ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:45, 8 May 2023
English (LSJ)
ορος, ὁ, A inhabitant, A.Pr. 353, Hdt.2.103, 4.9,34, 7.153, Th.1.2, Antiph.91, etc.; οἰ. θεοῦ, i. e. dwelling in the temple, E.Andr.1089; Ἅιδου οἰ., of one dead, S.Tr. 282, cf. Aj.396 (lyr.), 517. 2 colonist, Th.2.27, 3.92, Plb.3.100.4.
French (Bailly abrégé)
ήτορος (ὁ) :
1 habitant;
2 qui colonise, colon.
Étymologie: οἰκέω.
German (Pape)
ορος, ὁ, = οἰκητήρ, Bewohner; γῆς, ἄντρων, Aesch. Suppl. 930, Prom. 351; χθονός, Soph. O.C. 732; auch ᾍδου πάντες εἴσ' οἰκήτορες, Trach. 282; Aj. 517; λαὸς οἰκήτωρ θεοῦ, Eur. Andr. 1090, öfter; auch Her. 4.34, 7.153; Thuc. 1.2, 26; Xen. Cyr. 3.3.31 und Folgde, wie Pol.
Russian (Dvoretsky)
οἰκήτωρ: ορος ὁ
1 житель, жилец (γῆς, ἄντρων Aesch.; χθονός Soph.);
2 поселенец, колонист Thuc. etc.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκήτωρ: -ορος, ὁ, κάτοικος, Ἡρόδ. 2. 103., 4. 9, 34., 7. 153, Αἰσχύλ. Πρ. 351, Θουκ. 1. 2, κτλ.· οἰκ. θεοῦ, δηλ. κατοικῶν ἐν τῷ ναῷ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1089· Ἅιδου οἰκ., ἐπὶ ἀνθρώπου τεθνεῶτος, Σοφ. Τρ. 282, πρβλ. Αἴ. 396, 517. 2) ἄποικος, Θουκ. 2. 27., 3. 92.
Spanish
Greek Monolingual
οἰκήτωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
1. κάτοικος («χθονός τῆσδ' εὐμενοῦς οἰκήτορας», Σοφ.)
2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.)
3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί
β) «οἰκήτωρ θεοῦ» — κάτοικος ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμήτωρ)].
Greek Monotonic
οἰκήτωρ: -ορος, ὁ (οἰκέω),·
1. κάτοικος, σε Ηρόδ., Αττ.· οἰκητὸς θεοῦ, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· Ἅιδου οἰκ., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.
2. άποικος, σε Θουκ.
Middle Liddell
οἰκήτωρ, ορος, ὁ, οἰκέω
1. an inhabitant, Hdt., attic; οἰκ. θεοῦ one who dwells in the temple of the god, Eur.; Ἅιδου οἰκ., of one dead, Soph.
2. a colonist, Thuc.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ὁ habitante en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... οἵτινές ἐστε χάους, ἐρέβους, ἀβύσσου, βυθοῦ, γαίης οἰκήτορες os invoco a vosotros, los que sois habitantes del caos, del Erebo, del abismo, de lo profundo, de la tierra P IV 1351 P VII 351