κρόκινος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krokinos | |Transliteration C=krokinos | ||
|Beta Code=kro/kinos | |Beta Code=kro/kinos | ||
|Definition=η, ον, < | |Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> of or [[made from saffron]], μύρα ''AP''11.34 (Phld.), cf. [[Theophrastus]] ''De Odoribus'' 27, Plb. 30.26.1, Apollon. ap. Gal.12.475, Aret.''CA''1.6; τὸ κ. [[LXX]] ''Pr.''7.17, Dsc.1.54.<br><span class="bld">2</span> [[yellow]], Stratt.69, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.13.1, 3.4.5, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 1679.5 (iii A. D.), Democr.Eph. ap. Ath.12.525c:—the form [[κρόκιος]] in Artem.1.77 is corrupt. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον,
A of or made from saffron, μύρα AP11.34 (Phld.), cf. Theophrastus De Odoribus 27, Plb. 30.26.1, Apollon. ap. Gal.12.475, Aret.CA1.6; τὸ κ. LXX Pr.7.17, Dsc.1.54.
2 yellow, Stratt.69, Thphr. HP 1.13.1, 3.4.5, POxy. 1679.5 (iii A. D.), Democr.Eph. ap. Ath.12.525c:—the form κρόκιος in Artem.1.77 is corrupt.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de safran;
2 fait avec du safran ; τὸ κρόκινον (μύρον) espèce de safran;
3 teint avec du safran.
Étymologie: κρόκος.
German (Pape)
saffranfarbig; ἄνθος Theophr.; ὑφαντά bei Ath. XII.525e; – aus Saffran gemacht, μύρον, Sp., wie Philodem. 22 (XI.341.
Russian (Dvoretsky)
κρόκῐνος: шафранный (μύρον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κρόκῐνος: -η, -ον, (κρόκος) ἀνήκων εἰς τὸν κρόκον, ἄνθος Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 13, 1., 3. 4, 5. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κρόκου, μύρον Ἀνθ. Π. 11. 34, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 27· τὸ κρ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 17) 3) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κρόκου, Δημόκρ. Ἐφέσ. παρ’ Ἀθην. 525C· ― ὁ τύπος κρόκιος, ἐν Ἀντικλείδ. αὐτόθι 473C, Ἀρτεμ. 1. 77, φαίνεται ἐφθαρμένος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κρόκινος, -ίνη, -ον) κρόκος
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος
2. αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η κροκίνη (βιοχ.) ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια χρωστική της ζαφοράς.
Greek Monotonic
κρόκῐνος: -η, -ον (κρόκος), αυτός που προέρχεται από κροκό, σε Ανθ.