ἐξαρθρόω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαρθρόω''': [[ἐκβάλλω]] ἀπὸ τὴν κλείδωσιν, «στραγγουλίζω», Ἰωσήπ. Μακκ. 10. ΙΙ. ἐξηρθρωμένος, = τῷ προηγ. ΙΙ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.
|lstext='''ἐξαρθρόω''': [[ἐκβάλλω]] ἀπὸ τὴν κλείδωσιν, «στραγγουλίζω», Ἰωσήπ. Μακκ. 10. ΙΙ. ἐξηρθρωμένος, = τῷ προηγ. ΙΙ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξαρθρῶ]], [[ἐξαρθρόω]])<br />[[βγάζω]] το [[κόκαλο]] από την [[κλείδωση]], [[λύνω]] την [[άρθρωση]], την [[κλείδωση]], [[στραμπουλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αποσυνθέτω]], [[αποδιοργανώνω]], [[ξεχαρβαλώνω]], [[διαλύω]] («[[οικογένεια]] εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε [[δίκτυο]] κακοποιών»).
}}
}}

Revision as of 00:27, 14 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρθρόω Medium diacritics: ἐξαρθρόω Low diacritics: εξαρθρόω Capitals: ΕΞΑΡΘΡΟΩ
Transliteration A: exarthróō Transliteration B: exarthroō Transliteration C: eksarthroo Beta Code: e)carqro/w

English (LSJ)

dislocate, LXX 4 Ma. 10.5. ἐξηρθρωμένος, = ἔξαρθρος (dislocated) II, ἐπωμίδες Arist. Phgn. 810b35.

Spanish (DGE)

A ref. miembros corporales
I tr. dislocar medic. ὀστοῦν Poll.4.179, en v. pas. τὸ ἐξηρθρωμένον μέλος ... ἐνήρμοσε Gr.Nyss.Eun.2.188
como tortura descoyuntar, desencajar οἱ δὲ ... τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας ἐξήρθρουν LXX 4Ma.10.5, ἐξαρθροῦσιν οἱ δήμιοι τὰ τῶν καταδίκων μέλη Hsch.α 7189, cf. Et.Gud.s.u. ἀρθρέμβολα, en v. pas. ἐξηρθρώθη τὰ ὀστᾶ μου de Cristo, Gr.Nyss.Ps.6 191.13.
II intr. en v. med.
1 anat. de las articulaciones ser prominente, en perf. estar muy saliente αἱ ἐπωμίδες ἐξηρθρωμέναι καὶ οἱ ὦμοι Arist.Phgn.810b35.
2 medic. dislocarse, luxarse ἐξαρθρουμένων μορίων Gal.14.791, ἢ οὖν κλᾶται ἢ ἐξαρθροῦται ... τὸ ἄρθρον Steph.in Hp.Fract.25.10
fig. descomponerse, desarticularse, desquiciarse ὁ λογισμὸς ἐξαρθροῦται πολλάκις καὶ ἐξαρμόζεται Gr.Nyss.Pss.73.20, ὁ παράλυτος ... ἦν ψυχικῶς ἐξηρθρωμένος el paralítico estaba moralmente desarticulado (por ser pecador), Amph.Mesopent.184.
B ref. a la voz articular palabras τὸ τῆς φωνῆς πνεῦμα ... εὔπλαστον καὶ μιμηλὸν ἐξαρθροῦν ... παρέχοντες de ciertas aves canoras, Plu.2.972f.

German (Pape)

[Seite 872] ausrenken, Galen. – Bei Arist. physiogn. 6 ist ἐξηρθρωμένος gegliedert, = ἁρθρώδης, dem ἄναρθρος entgeggstzt, od. = Vor. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρθρόω: ἐκβάλλω ἀπὸ τὴν κλείδωσιν, «στραγγουλίζω», Ἰωσήπ. Μακκ. 10. ΙΙ. ἐξηρθρωμένος, = τῷ προηγ. ΙΙ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.

Greek Monolingual

(AM ἐξαρθρῶ, ἐξαρθρόω)
βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω
νεοελλ.
μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύωοικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών»).