ἀμμοδύτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(b) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμμοδύτης''': ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, [[εἶδος]] ὄφεως, κοινότερον καλουμένου [[διψάς]], Στράβ. 803· πρβλ: [[ἀμμοβάτης]]. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. [[χηραμοδύτης]], [[σισυρνοδύτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:34, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A sand-burrower, a kind of serpent, Philum.Ven.22.1.; διψάς Str.17.1.21.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμοδύτης: ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, εἶδος ὄφεως, κοινότερον καλουμένου διψάς, Στράβ. 803· πρβλ: ἀμμοβάτης. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. χηραμοδύτης, σισυρνοδύτης].