τοκίζω: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tokizo | |Transliteration C=tokizo | ||
|Beta Code=toki/zw | |Beta Code=toki/zw | ||
|Definition=(τόκος | |Definition=([[τόκος]] II.2) [[lend on interest]], D.45.70; μὴ τοκίζειν πλέονος ἢ τριῶν ὀδελῶν τὰν μνᾶν τοῦ μηνὸς Ϝεκάστου ''Schwyzer'' 324.6 (Delph., iv B. C.); <b class="b3">τ. τόκον</b> [[practise]] usury, ''AP''11.309 (Lucill.):—Pass., τοκίζεται αὐτῷ ἀργύριον Hyp.''Fr.''273, cf.''IG''9(1).694.12, 29 (Corc.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
(τόκος II.2) lend on interest, D.45.70; μὴ τοκίζειν πλέονος ἢ τριῶν ὀδελῶν τὰν μνᾶν τοῦ μηνὸς Ϝεκάστου Schwyzer 324.6 (Delph., iv B. C.); τ. τόκον practise usury, AP11.309 (Lucill.):—Pass., τοκίζεται αὐτῷ ἀργύριον Hyp.Fr.273, cf.IG9(1).694.12, 29 (Corc.).
German (Pape)
[Seite 1125] auf Zinsen leihen, wuchern; Dem. 45, 70; μναῖ τοκιζόμεναι ὑπὸ Κρίτωνος, Plut. Arist. 1; τόκον τοκίσαι, Lucill. 102 (XI, 309).
French (Bailly abrégé)
prêter à intérêt.
Étymologie: τόκος.
Russian (Dvoretsky)
τοκίζω: отдавать деньги в рост, ссужать под проценты Dem.: τ. τόκον Anth. заниматься ростовщичеством.
Greek (Liddell-Scott)
τοκίζω: (τόκος ΙΙ. 2) δανείζω ἐπὶ τόκῳ, Λατιν. faenerari, Δημ. 1122. 27· τοκίσας τόκον Ἀνθ. Π. 11. 309. - Παθ., ἀργύριον τοκίζεται αὐτῷ Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 85, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 12, 28.
Greek Monolingual
ΝΑ τόκος
1. δανείζω με τόκο
2. ειρων. είμαι τοκογλύφος
νεοελλ.
ειρων. ζω χωρίς να εργάζομαι, είμαι φυγόπονος.
Greek Monotonic
τοκίζω: (τόκος II. 2), δανείζω με τόκο, Λατ. faenerari, σε Δημ.· τοκίζω τόκον, εξασκώ τοκογλυφία, σε Ανθ.
Middle Liddell
τοκίζω, τόκος II. 2]
to lend on interest, Lat. faenerari, Dem.; τ. τόκον to practise usury, Anth.