τετρεμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetremaino
|Transliteration C=tetremaino
|Beta Code=tetremai/nw
|Beta Code=tetremai/nw
|Definition=redupl. form of <b class="b3">τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς</b> Moer.<span class="bibl">p.365</span> P.; cf. [[τετραμαίνω]].
|Definition=redupl. form of <b class="b3">τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς</b> Moer.p.365 P.; cf. [[τετραμαίνω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρεμαίνω Medium diacritics: τετρεμαίνω Low diacritics: τετρεμαίνω Capitals: ΤΕΤΡΕΜΑΙΝΩ
Transliteration A: tetremaínō Transliteration B: tetremainō Transliteration C: tetremaino Beta Code: tetremai/nw

English (LSJ)

redupl. form of τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς Moer.p.365 P.; cf. τετραμαίνω.

German (Pape)

[Seite 1100] aus τρέω gebildet, nur im praes. vorkommende verstärkte Form, zittern; Ar. Nubb. 294. 373; Xenarch. bei Ath. XI, 483 a.

French (Bailly abrégé)

trembler, frissonner.
Étymologie: τρέμω.

Russian (Dvoretsky)

τετρεμαίνω: дрожать, трепетать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τετρεμαίνω: κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν τύπος τοῦ τρέμω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἱππ. 663F, Ἀριστοφ. Νεφ. 294, 374· ἀεὶ δὲ τετρεμαίνοντα καὶ φοβούμενον Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 19.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τετραμαίνω κατ' επίδραση του τρέμω.

Greek Monotonic

τετρεμαίνω: αναδιπλ. τύπος του τρέμω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τετρεμαίνω, [redupl. form of τρέμω, Ar.]