διωκτήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διωκτήρ:''' ῆρος ὁ преследователь Babr. | |elrutext='''διωκτήρ:''' ῆρος ὁ [[преследователь]] Babr. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:40, 11 May 2023
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, pursuer, Babr.128.14.
Spanish (DGE)
-ῆρος perseguidor λύκος Babr.128.14.
German (Pape)
[Seite 648] ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
celui qui poursuit.
Étymologie: διώκω.
Russian (Dvoretsky)
διωκτήρ: ῆρος ὁ преследователь Babr.
Greek (Liddell-Scott)
διωκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταδιώκων, ἐν σπουδῇ παρακολουθῶν, Βαβρ. 6· ‒ ὡσαύτως, διώκτης, ου, ὁ, Ν. Δ., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
διωκτήρ, ο (Α) διώκω
αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.
Greek Monotonic
διωκτήρ: -ῆρος, ὁ (διώκω), διώκτης, καταδιώκτης, σε Βάβρ.· διώκτης-ου, ὁ, σε Καινή Διαθήκη