δύστονος: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dystonos
|Transliteration C=dystonos
|Beta Code=du/stonos
|Beta Code=du/stonos
|Definition=ον, (στένω) [[lamentable]], [[grievous]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>989</span> (lyr., codd.), <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>469</span> (lyr.).
|Definition=δύστονον, ([[στένω]]) [[lamentable]], [[grievous]], A.''Th.''989 (lyr., codd.), ''Ch.''469 (lyr.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύστονος Medium diacritics: δύστονος Low diacritics: δύστονος Capitals: ΔΥΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: dýstonos Transliteration B: dystonos Transliteration C: dystonos Beta Code: du/stonos

English (LSJ)

δύστονον, (στένω) lamentable, grievous, A.Th.989 (lyr., codd.), Ch.469 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
lamentable, deplorable κήδη A.Ch.469, κακά A.Th.998, δύστονα κήδε' ὁμώνυμα A.Th.984.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, στένω.

Russian (Dvoretsky)

δύστονος: горестный (κήδεα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δύστονος: -ον, θρηνώδης, ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 984, 999.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στη δυστονία ή προέρχεται από αυτήν
2. ως ουσ. εκείνος που πάσχει από μυϊκή δυστονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + τόνος.
(II)
δύστονος, -ον (Α)
αξιοθρήνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + -στονος < στένω].

Greek Monotonic

δύστονος: -ον, αντί δύσ-στονος, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δύ-στονος, ον [for δύσ-στονος,]
lamentable, Aesch.