σκαλεύς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκᾰλεύς:''' έως ὁ копатель, полольщик Xen.
|elrutext='''σκᾰλεύς:''' έως ὁ [[копатель]], [[полольщик]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:25, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλεύς Medium diacritics: σκαλεύς Low diacritics: σκαλεύς Capitals: ΣΚΑΛΕΥΣ
Transliteration A: skaleús Transliteration B: skaleus Transliteration C: skaleys Beta Code: skaleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, hoer, X.Oec.17.12,15.

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, der Grabende, Hackende, bes. der Gartengewächse od. Saat behackt; Xen. Oec. 17, 12; Poll. 1, 221.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui sarcle.
Étymologie: σκάλλω.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰλεύς: έως ὁ копатель, полольщик Xen.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλεύς: έως, ὁ, (σκάλλω) ὁ σκαλίζων, «τσαπίζων», Ξεν. Οἰκ. 17. 12 καὶ 15.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που σκαλίζει, ιδίως τα λαχανικά του κήπου ή τα σπαρτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σκαλεύω.

Greek Monotonic

σκᾰλεύς: -έως, ὁ (σκάλλω), αυτός που σκαλίζει, σκαλιστής, σκαφτιάς, σκαπανέας, σε Ξεν.

Middle Liddell

σκᾰλεύς, έως, ὁ, σκάλλω
a hoer, Xen.