τετρακόρυμβος: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrakorymvos | |Transliteration C=tetrakorymvos | ||
|Beta Code=tetrako/rumbos | |Beta Code=tetrako/rumbos | ||
|Definition= | |Definition=τετρακόρυμβον, [[thick-clustering]], κισσός ''AP''7.23 (Antip. Sid.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
τετρακόρυμβον, thick-clustering, κισσός AP7.23 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1098] mit vier Frucht- od. Blüthenbüscheln, übh. vieltraubig, κισσός Antp. Sid. 72 (VII, 23).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre grappes.
Étymologie: τέσσαρες, κόρυμβος.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰκόρυμβος: с четырьмя гроздьями, т. е. гусю увешанный гроздьями (κισσός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκόρυμβος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς κορύμβους, κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 23.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς θυσάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κόρυμβος «κορυφή, θύσανος»].
Greek Monotonic
τετρᾰκόρυμβος: -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερις συστάδες, δηλ. που έχει πυκνές συστάδες, σε Ανθ.
Middle Liddell
τετρᾰ-κόρυμβος, ον,
with four clusters, i. e. thick clustering, Anth.