συννέμησις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synnemisis | |Transliteration C=synnemisis | ||
|Beta Code=sunne/mhsis | |Beta Code=sunne/mhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, [[relation]], πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a. | |Definition=-εως, ἡ, [[relation]], πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:39, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, relation, πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
relation.
Étymologie: συννέμω.
Russian (Dvoretsky)
συννέμησις: εως ἡ отношение (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συννέμησις: -εως, ἡ, σχέσις, πρός τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
σχέση προς κάτι, αναφορά προς κάτι («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συννέμω. Για το δισύλλαβο θ. συν-νεμη- βλ. και λ. νέμω.