ἀρτόπωλις: Difference between revisions
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artopolis | |Transliteration C=artopolis | ||
|Beta Code=a)rto/pwlis | |Beta Code=a)rto/pwlis | ||
|Definition=ιδος, ἡ, fem. of [[ἀρτοπώλης]], | |Definition=ιδος, ἡ, fem. of [[ἀρτοπώλης]], Ar.''V.''238, ''Ra.''858, ''PTeb.'' 119.50 (ii B. C.).<br><span class="bld">2</span> as adjective, [[τηλία]] ἀρτόπωλις [[baker]]'s [[tray]], Poll.9.108. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of ἀρτοπώλης, Ar.V.238, Ra.858, PTeb. 119.50 (ii B. C.).
2 as adjective, τηλία ἀρτόπωλις baker's tray, Poll.9.108.
Spanish (DGE)
-ιδος
1 adj. fem. propio del panadero τηλία Poll.9.108.
2 subst. (ἡ) ἀ. panadera ἀρτοπώλισιν ... ὁμιλέων Anacr.82.4, λοιδορεῖσθαι ... ὥσπερ ἀρτοπώλιδας Ar.Ra.858, cf. V.238, SB 10447re.3, 16, ue.39 (III a.C.)
•αἱ Ἀρτοπώλιδες = Las Panaderas tít. de una comedia de Hermipo, Hermipp.7, cf. PTeb.119.50 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 363] ιδος, ἡ, Brotverkäuferin, Ar. Ran. 857; Anacr. 66, 4; αἱ ἀρτοπώλιδες heißt eine Komödie des Hermipp., Ath. III, 119 d.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
boulangère.
Étymologie: ἄρτος, πωλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτόπωλις: ιδος ἡ булочница Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτόπωλις: (οὐχὶ ἀρτοπῶλις), ιδος, ἡ, ἡ πωλοῦσα ἄρτον, Ἀριστοφ. Σφ. 238, Βάτρ. 858: ― ἀρσ. ἀρτοπώλης, ου Πολυδ. Ζ΄, 21· ἴδε Κ. Κόντου Γλωσσικ. Παρατηρ. σ. 532. 2) ὡς ἐπίθ. τηλία ἀρτόπωλις, κόσκινον ἀρτοπώλου, Πολυδ. Θ΄, 108.
Greek Monolingual
ἀρτόπωλις, η (Α)
η πωλήτρια άρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -πωλις (-ιδος) < πωλώ].
Greek Monotonic
ἀρτόπωλις: -ιδος, ἡ (πωλέομαι), φουρνάρισσα, σε Αριστοφ.