μακρήγορος: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=makrigoros | |Transliteration C=makrigoros | ||
|Beta Code=makrh/goros | |Beta Code=makrh/goros | ||
|Definition= | |Definition=μακρήγορον, [[speaking at great length]], Ph.2.268, Tz.''H.''10.4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
μακρήγορον, speaking at great length, Ph.2.268, Tz.H.10.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle d'abondance, prolixe.
Étymologie: μακρός, ἀγορεύω.
Greek (Liddell-Scott)
μακρήγορος: -ον, ὁ ὁμιλῶν διεξοδικῶς, μακρολόγος, Φίλων 2. 268, Τζέτζ. Ἱστ. 10, 5· - Ἐπίρρ. -ρως, ληρήσας μακρηγόρως ὁ αὐτ. ἐν Κραμ. Ἀν. τ. 4, σ. 53, 19.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM μακρήγορος, -ον)
αυτός που μιλά διεξοδικά, μακρολόγος, απεραντολόγος.
επίρρ...
μακρηγόρως (Μ)
με μακρήγορο τρόπο, με διεξοδική ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. κατ-ήγορος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
μακρήγορος: -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει πολλή ώρα.