χυτρίς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χυτρίς:''' ίδος ἡ глиняный сосуд Her.
|elrutext='''χυτρίς:''' ίδος ἡ [[глиняный сосуд]] Her.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:05, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρίς Medium diacritics: χυτρίς Low diacritics: χυτρίς Capitals: ΧΥΤΡΙΣ
Transliteration A: chytrís Transliteration B: chytris Transliteration C: chytris Beta Code: xutri/s

English (LSJ)

ἡ, small pan, Dim. (in form only) of χύτρα or χύτρος, gen. ίδος or ῖδος (dual χυτρῖδε Bato 3.2), Hdt. 5.88, IG11(2).110.25 (Delos, iii B. C.), al., Erasistr. ap. Gal.11.215, Apollon. ap. eund.12.651; also χυθρίς, IG7.3498.13,44 (Orop.).

German (Pape)

[Seite 1385] ῖδος, ἡ, dim. von χύτρα, χύτρος, ohne verkleinernde Bdtg; Her. 5, 88; Bato bei Ath. VII, 279 c, vgl. XI, 502 h.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
vase de terre, marmite.
Étymologie: χύτρα.

Russian (Dvoretsky)

χυτρίς: ίδος ἡ глиняный сосуд Her.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρίς: ἡ, ὑποκορ. (μόνον κατὰ τὸν τύπον) τοῦ χύτραχύτρος, Ἡρόδ. 5. 88· Λεσβίου χυτρῖδε λαμβάνειν δύο Βάτων ὁ Κωμικὸς ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 2· περὶ τῆς γεν. ῖδος, πρβλ. νησίς, χειρίς, καὶ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

και χυθρίς, γεν. -ίδος και -ῑδος, ἡ, Α
1. μικρή χύτρα
2. ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς). Ο τ. χυθρίς με αφομοιωτική τροπή του -τ- σε -θ-].

Greek Monotonic

χυτρίς: ἡ, υποκορ. του χύτρα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χυτρίς, ίδος, ἡ, [Dim. of χύτρα, Hdt.]