ἀπελευθερικός: Difference between revisions
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apeleftherikos | |Transliteration C=apeleftherikos | ||
|Beta Code=a)peleuqeriko/s | |Beta Code=a)peleuqeriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀπελευθερική, ἀπελευθερικόν,<br><span class="bld">A</span> [[in the condition of a freedman]], ἄνθρωπος Plu.''Sull.''1, ''Cic.''7; γυνή ''PGnom.''83 (ii A.D.); γένος Str.8.6.23.<br><span class="bld">II</span> [[relating to freedmen]], [[νόμοι]] D.ap.Poll.3.83. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπελευθερική, ἀπελευθερικόν,
A in the condition of a freedman, ἄνθρωπος Plu.Sull.1, Cic.7; γυνή PGnom.83 (ii A.D.); γένος Str.8.6.23.
II relating to freedmen, νόμοι D.ap.Poll.3.83.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 liberto, ἄνθρωπος Plu.Cic.7, Sull.1, γυνή PGnom.28, 29 (II d.C.), γένος Str.8.6.23.
2 relativo a los libertos νόμοι D. en Poll.3.83, ἀπέλυσεν τῶν ἀ. δικαίων SIG 1211.3, cf. SEG 26.691.3 (Tesalia).
German (Pape)
[Seite 286] = folgdm, Plut. Syll. 1 Cic. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'affranchi, fils d'affranchi.
Étymologie: ἀπελεύθερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπελευθερικός: (лат. libertinus) вольноотпущенный или происходящий от вольноотпущенника (ἄνθρωπος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελευθερικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 1, Κικ. 7.
Greek Monolingual
ἀπελευθερικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στην τάξη των απελευθἐρων
2. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους.
Greek Monotonic
ἀπελευθερικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στην τάξη των απελευθέρων, δηλ. των δούλων που έχουν απελευθερωθεί, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from ἀπελεύθερος
in the condition of a freedman, Plut.