κεχηνώς: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεχηνώς]], -υῑα, -ός (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μένει με ανοιχτό το [[στόμα]], αυτός που χάσκει, [[χάχας]], [[κεχηναίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κεχηνός</i><br />α) το [[κενό]], το [[χάσμα]], η [[χασμωδία]] («τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθμοῦ»)<br />β) το ανιαρό, η [[ανιαρότητα]] («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς διανοίας», <b>Ιω. Χρυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. του [[κέχηνα]] (παρακμ. του [[χαίνω]] «[[χάσκω]], [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]]»].
|mltxt=[[κεχηνώς]], -υῖα, -ός (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μένει με ανοιχτό το [[στόμα]], αυτός που χάσκει, [[χάχας]], [[κεχηναίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κεχηνός</i><br />α) το [[κενό]], το [[χάσμα]], η [[χασμωδία]] («τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθμοῦ»)<br />β) το ανιαρό, η [[ανιαρότητα]] («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς διανοίας», <b>Ιω. Χρυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. του [[κέχηνα]] (παρακμ. του [[χαίνω]] «[[χάσκω]], [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:39, 6 February 2024

French (Bailly abrégé)

υῖα, ός;
bouche bée.
Étymologie: part. de κέχηνα.

Russian (Dvoretsky)

κεχηνώς: ότος ὁ
1 part. pf. к χάσκω (или χαίνω) Hom.;
2 ротозей, зевака Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κεχηνώς: ἴδε ἐν λέξ. χάσκω.

English (Autenrieth)

see χαίνω.

Greek Monolingual

κεχηνώς, -υῖα, -ός (Α)
1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός
α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθμοῦ»)
β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς διανοίας», Ιω. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. του κέχηνα (παρακμ. του χαίνω «χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα»].