ἐΰπλειος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eypleios
|Transliteration C=eypleios
|Beta Code=e)u/+pleios
|Beta Code=e)u/+pleios
|Definition=η, ον, [[well filled]], κὰδδ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην <span class="bibl">Od.17.467</span>.
|Definition=η, ον, [[well filled]], κὰδδ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην Od.17.467.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΰπλειος Medium diacritics: ἐΰπλειος Low diacritics: εΰπλειος Capitals: ΕΫΠΛΕΙΟΣ
Transliteration A: eǘpleios Transliteration B: eupleios Transliteration C: eypleios Beta Code: e)u/+pleios

English (LSJ)

η, ον, well filled, κὰδδ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην Od.17.467.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épq.
bien rempli.
Étymologie: εὖ, πλεῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐΰπλειος: -α, -ον, καλῶς πεπληρωμένος, κὰδ δ’ ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην Ὀδ. Ρ. 467.

Greek Monolingual

ἐΰπλειος, -είη, -ον (Α)
(επικ. τ.)
καλά γεμισμένος («κὰδ' δ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην» — ακούμπησε έπειτα κάτω την καλογεμισμένη σακούλα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλείος (< πίμπλημι «γεμίζω»)].

Greek Monotonic

ἐΰπλειος: -α, -ον, καλογεμισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

German (Pape)

ep. = εὔπλειος.