ῥέκτης: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rektis | |Transliteration C=rektis | ||
|Beta Code=r(e/kths | |Beta Code=r(e/kths | ||
|Definition= | |Definition=ῥέκτου, ὁ, = [[ῥεκτήρ]], [[active]], Plu. ''Brut.''12, Aret.''SD''1.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥέκτου, ὁ, = ῥεκτήρ, active, Plu. Brut.12, Aret.SD1.6.
German (Pape)
[Seite 837] ὁ, = ῥεκτήρ, VLL., Plut. Brut. 12 u. Synes., thätig.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
celui qui fait, qui agit.
Étymologie: ῥέζω.
Russian (Dvoretsky)
ῥέκτης: ου adj. m деятельный, энергичный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέκτης: -ου, ὁ, δραστήριος, ἐνεργός, Πλουτ. Βροῦτ. 12, Συνέσ. 209D, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
Greek Monolingual
ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α ῥέζω (Ι)]
δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)
αρχ.
ιερεύς.
Greek Monotonic
ῥέκτης: -ου, ὁ, = ῥεκτήρ, δραστήριος, ενεργός, σε Πλούτ.