βλάττα: Difference between revisions
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vlatta | |Transliteration C=vlatta | ||
|Beta Code=bla/tta | |Beta Code=bla/tta | ||
|Definition=ἡ, Lat. [[blatta]], [[purple]], Edict.Diocl.24.2:—Dim. [[βλαττίον]], τό, | |Definition=ἡ, Lat. [[blatta]], [[purple]], Edict.Diocl.24.2:—Dim. [[βλαττίον]], τό, Lyd.''Mens.''1.21. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, Lat. blatta, purple, Edict.Diocl.24.2:—Dim. βλαττίον, τό, Lyd.Mens.1.21.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 βλάτταν· χόρτος. ἢ λάχανον Hsch.
2 lat. blatta, púrpura Epiph.Const.Gemm.M.43.297A, DP 24.2.
Greek Monolingual
η (AM βλάττα, Α και βλάττη)
νεοελλ.
1. γένος δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως μεγάλη ή μαύρη κατσαρίδα
2. η ευλογιά
3. η ουλή που αφήνει η ευλογιά
4. βαρύ και θανατηφόρο νόσημα
αρχ.
η πορφύρα και η βαφή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως
πρβλ. λατ. blatta «πορφύρα» (για το νεοελλ. βλάττα «σίλφη, κατσαρίδα» βλ. εγκυκλ. βλάττα)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: purple (Ed. Diocl.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. blatta, which is unclear.