δασύπρωκτος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dasyproktos | |Transliteration C=dasyproktos | ||
|Beta Code=dasu/prwktos | |Beta Code=dasu/prwktos | ||
|Definition= | |Definition=δασύπρωκτον, [[with a hairy behind]], [[with shaggy anus]], [[rough-bottomed]], Pl.Com.3. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
δασύπρωκτον, with a hairy behind, with shaggy anus, rough-bottomed, Pl.Com.3.
Spanish (DGE)
(δᾰσύπρωκτος) -ον
de culo velludo ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτων Pl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, Gloss.2.266.
German (Pape)
[Seite 524] mit rauchem Hintern, Plat. com. bei Ath. X, 456 a.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύπρωκτος: -ον, ὁ δασὺν ἔχων πρωκτόν, Πλάτ. Κωμ. Ἀδων. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δασύπρωκτος, -ον)
όποιος έχει τριχωτό πρωκτό
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μικρό τρωκτικό Θηλαστικό της Αμερικής
2. το ουδ. ως ουσ. γένος υμενόπτερων Εντόμων).