τήβεννος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τήβεννος:''' ἡ Plut. = [[τήβεννα]] 2.
|elrutext='''τήβεννος:''' ἡ Plut. = [[τήβεννα]] 2.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[τήβεννα]], Sp.
}}
}}

Revision as of 19:56, 7 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τήβεννος Medium diacritics: τήβεννος Low diacritics: τήβεννος Capitals: ΤΗΒΕΝΝΟΣ
Transliteration A: tḗbennos Transliteration B: tēbennos Transliteration C: tivennos Beta Code: th/bennos

English (LSJ)

ἡ, = τήβεννα.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 manteau grec;
2 à Rome toge.
Étymologie: DELG terme étrusque.

German (Pape)

[Seite 1104] τήβεννα, ἡ, auch τηβεννίς, ἡ, u. τήβεννος, ἡ, Plut. Rom. 26, wie D. Hal. 3, 61, eine griechische Kleidung der Reichen u. Vornehmen (ursprünglich in Argos, Poll. 7, 61), auch τήμενος und τημενίς geschrieben, vgl. Artemid. 2, 3; später werden damit die röm. toga, trabea (vgl. D. Hal. 6, 13) u. chlamys bezeichnet; Pol. oft, λαμπρά, toga candida, 10, 4, 8.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τήβεννα Α
χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό ένδυμα τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, αλλά σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το επίσημο ένδυμα του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῖοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῦσι», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μακρύ ένδυμα, μαύρου συνήθως χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα μανίκια και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, μέλη της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. toga].

Russian (Dvoretsky)

τήβεννος: ἡ Plut. = τήβεννα 2.