λάγδην: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "$2$4") |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με το [[πόδι]], με τη [[φτέρνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λάξ</i> «με το [[πόδι]]» ([[πρβλ]]. [[ | |mltxt=[[λάγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με το [[πόδι]], με τη [[φτέρνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λάξ</i> «με το [[πόδι]]» ([[πρβλ]]. [[πυξ λαξ]]) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i>. Το -<i>κ</i>- του θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό [[σύμφωνο]] -<i>γ</i>- αφομοιωτικά [[προς]] το ηχηρό -<i>δ</i>- που ακολουθεί ([[πρβλ]]. [[μίγδην]], [[φύγδην]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:18, 8 May 2023
English (LSJ)
Adv. = λάξ, τὰ σώφρονα λ. πατεῖται S.Fr.683.3.
German (Pape)
[Seite 3] = λάξ, τὰ σώφρονα λάγδην πατεῖται wird aus Soph. frg. 606 angeführt.
French (Bailly abrégé)
adv.
à coups de talon.
Étymologie: λάξ, -δην.
Russian (Dvoretsky)
λάγδην: adv. пятой, ногами (πατεῖσθαι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
λάγδην: ἐπίρρ. = λάξ, τὰ σώφρονα λ. πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606.
Greek Monolingual
λάγδην (Α)
επίρρ. με το πόδι, με τη φτέρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξ «με το πόδι» (πρβλ. πυξ λαξ) + επιρρμ. κατάλ. -δην. Το -κ- του θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό σύμφωνο -γ- αφομοιωτικά προς το ηχηρό -δ- που ακολουθεί (πρβλ. μίγδην, φύγδην)].