εὐξυλοεργός: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efksyloergos | |Transliteration C=efksyloergos | ||
|Beta Code=eu)culoergo/s | |Beta Code=eu)culoergo/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐξυλοεργόν, [[skilled in carpentry]], πελεκήτορες Man.4.324. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐξυλοεργόν, skilled in carpentry, πελεκήτορες Man.4.324.
Greek (Liddell-Scott)
εὐξυλοεργός: -όν, καλὸς πρὸς τὴν ἐργασίαν τοῦ ξύλου, ὕλης πελεκήτορας εὐξυλοεργοὺς Μανέθων 4. 324.
Greek Monolingual
εὐξυλοεργός, -όν (Α)
ο επιτήδειος στην κατεργασία του ξύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο-εργός (< ξύλον + -εργός < έργον), πρβλ. αγαθοεργός].
German (Pape)
gut das Holz bearbeitend, πελεκήσωρ Man. 4.324.